όρχος

όρχος
ο (Α ὄρχος)
νεοελλ.) στρ.
1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα
2. (κατ' επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο φυλάσσονται οχήματα, άρματα ή πυροβόλα (α. «όρχος οχημάτων» β. «όρχος αρμάτων» γ. «όρχος πυροβόλων»)
αρχ.
1. σειρά αμπέλων ή οπωροφόρων δένδρων
2. συνεκδ. τόπος περίφρακτος ή φυτεμένος, κήπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Οι σημ. που αποδίδονται στη λ. είναι: «σειρά αμπέλων ή οπωροφόρων δένδρων» και «κήπος». Ωστόσο, τα ερμηνεύματα ορισμένων τύπων (πρβλ. ὀρχάς, περίβολος, ὀρχμαί
φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ) οδηγούν στη σημ. «φράχτης, περίβολος». Σύμφωνα με αυτήν τη σημ., η λ. ορχος θα μπορούσε να ενταχθεί στην οικογένεια τού εἵργω*, να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *wer-gh «γυρίζω, πιέζω, περιορίζω» με δασύ -gh- αντί τού -g- τού εἵργω (< *wer-g «κλείνω, περικλείω»)και να συνδεθεί με λιθουαν. veržiu «περιορίζω, πιέζω, σφίγγω, περιφράσσω», αρχ. νορβ. virgill «σχοινί», γερμ. erwurgen «σφίγγω, στραγγαλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορχός — ὀρχός, ὁ (Α) το άκρο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ὄρχος — a row of vines masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρχος — ο 1. σειρά κλημάτων ή οπωροφόρων δέντρων. 2. στρατιωτικός σχηματισμός σε πολεμική περίοδο για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και επισκευή υλικού του στρατού: Όρχος πυροβολικού, μηχανικού κτλ. 3. σύνολο στρατιωτικών οχημάτων ή και ο τόπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄρχοι — ὄρχος a row of vines masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχοις — ὄρχος a row of vines masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχον — ὄρχος a row of vines masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχους — ὄρχος a row of vines masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχων — ὄρχος a row of vines masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχως — ὄρχος a row of vines masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”